Στις δεκαετίες του "60-"70, η μόδα στα κυριλέ σαλόνια ήταν το κουμ καν,
επί χρήμασι βεβαίως,
όλες οι νεόπλουτες κυρίες ασκούνταν στο ευγενές σπορ.
Στη γνωστή ελληνική ταινία της εποχής Η Χαρτοπαίχτρα
αποτυπώθηκε πολύ εύστοχα το θέμα.
Όμως οι νόμοι ήταν αυστηροί, το "χαρτοπαίζειν επί χρήμασιν" απαγορευμένο,
οι μπούκες της αστυνομίας μέσα σε σπίτια συχνότατες, έτσι οι κολλημένες
με την τράπουλα μεγαλοκυρίες επινόησαν νομιμοφανείς τρόπους,
για να επιδίδονται στο ευγενές σπορ, ίδρυαν συλλόγους με βαρύγδουπες ονομασίες, όπως ο τίτλος της ανάρτησης, νοίκιαζαν χώρους τους οποίους ονόμαζαν εντευκτήρια, συγκεντρώνονταν εκεί δήθεν "δια απογευματινόν τέιον",
γέμιζαν τους τοίχους με επιγραφές ως η κατωτέρω
και επεδίδοντο στο αγαπημένο σπορ...
Φυσικά τα σαϊνια της πιάτσας οσμίστηκαν ψητό, δε θα άφηναν την ευκαιρία να γδύσουν χρηματικώς ή κυριολεκτικώς τις χαζές νεόπλουτες κυρίες τύπου Μαντάμ Σουσού.
Ο φίλος μας ο Θανάσης, πρώτο παιδί, όμορφο παλικάρι, όχι, δεν το έπαιζε ζιγκολό, δεν ήταν το στιλ του, αλλά δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, εμφανίστηκε κυριλέ και ωραίος στο εντευκτήριο ενός τέτοιου συλλόγου, κοστουμιά σπέσιαλ, έσχιζε το παιδί, τρόποι αριστοκρατικοί, χειροφιλήματα και έτσι, κόβει κίνηση, κάνει τις γνωριμίες του, παρακολουθεί τις κυρίες που παίζουν κουμ καν σ' ένα τραπέζι, διατυπώνει φωναχτά και "αφελώς" τις δήθεν απορίες του περί του παιγνίου, οι κυρίες τσίμπησαν, "α, εδώ έχουμε θύμα", καλούν το Θανάση στο τραπέζι, ο φίλος μας το παίζει αδαής, "αφήστε να μάθω πρώτα" , κάθε μέρα πιστός στο ραντεβού παρακολουθεί τις κυρίες για να "μαθαίνει", ώσπου κάποτε "υποχωρεί" στα παρακάλια των κυριών, κάθεται να παίξει και ως δήθεν ανίδεος κάνει πλείστα όσα λάθη, χάνει συνεχώς, γελάει με την...κακοτυχία του, το σκηνικό επαναλαμβάνεται για μέρες, οπότε οι κυρίες τσιμπάνε και πάλι, μεταξύ τους σκοτώνονται ποια θα καθίσει στο τραπέζι του Θανάση, να γδύσει το...θύμα, μετά από χασούρες πολλών ημερών, ο Θανάσης δήθεν για να ρεφάρει, χοντραίνει το παιγνίδι και τότε αρχίζει το...ματς!
Τις έγδυσε όλες τις χαζές,, πότε-πότε έχανε κι από καμιά παρτίδα, έτσι, μη μας πάρουνε χαμπάρι, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, μάζευε ό,τι "χαρτούρα" κυκλοφορούσε στο εντευκτήριο και ξύπνιος όπως ήταν, "πριν μας πάρουνε χαμπάρι, την έκανα", όπως μας είχε αφηγηθεί ο ίδιος, όταν τέλειωσε το κυνήγι του θησαυρού.
Οχι, δεν το έκανε επάγγελμα, δεν ήταν φύσει απατεώνας, απλώς σε λίγο χρονικό διάστημα έβγαλε όλα τα έξοδα της στρατιωτικής θητείας που θα επακολουθούσε! "Επρεπε να το κάνω", μας έλεγε, "αλλιώς δυο χρόνια στο στρατό, θα τον γονάτιζα τον έρμο τον πατέρα μου"!