Μέσα στον προβληματισμό που απόλυτα δικαιολογημένα προκαλεί η κρίση,
διαβάζουμε, ακούμε φωνές για τις παλιές "καλές" εποχές, "επιστροφή στο χωριό", "αγνά, αθώα χρόνια",
"χωρίς άγχος", "απλή ζωή", "υγιεινή διατροφή", "οι κοτούλες, τα κατσικάκια, οι ντοματούλες" και άλλα ηχηρά παρόμοια, αν δε σας έπεισε η ανάρτηση για τις θερινές διακοπές της μητέρας μου (εδώ), θα σας περιγράψω μια χειμωνιάτικη μέρα της στις αρχές της δεκαετίας του 60 και όχι νωρίτερα,
που ήταν ακόμα χειρότερα, όπως μου αφηγούνται οι παλαιότεροι ....
Ξυπνούσε πρώτη απ'όλη την οικογένεια απ' τα άγρια χαράματα, "απ' τ' χαραή", όπως έλεγε χαρακτηριστικά, άναβε την γκαζόλαμπα,
"νίβουνταν στ' φουσκίνα",(τρεχούμενο νερό δεν υπήρχε
σε κανένα σπίτι του χωριού) ,
άνοιγε το ψυγείο (συγγνώμη, ήθελα να πω "του φανάρ"), να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της στα βιαστικά, επειδή οι "δ'λειές δεν καρτιρούσαν" ,
καθάριζε πρώτα τις στάχτες απ' τη σόμπα,ανέβαζε ξύλα από το υπόγειο,
για ν'ανάψει την ξυλόσομπα-μασίνα, να είναι λίγο ζεστό το σπίτι,
όταν θα ξυπνούσαμε,
και ανάλογα με τη μέρα, ζύμωνε το αλεύρι στο σοφρά,
και το ζυμάρι στην "π'νακουτή", την οποία φορτωνόταν στον ώμο ο μικρός Vad, για να την πάει στο φούρνο του χωριού, στο δρόμο για το σχολείο,
άναβε το σπιτικό φούρνο, αν επρόκειτο να φκιάξει πίτα (κλικ εδώ)
τάιζε τις κότες, άρμεγε την κατσίκα,
ξέκοβε λίγο χρόνο, για να ψήσει στην "γκαζιέρα" , έναν καφέ στα βιαστικά και όρθια,
επειδή την περίμενε η σκάφη (η "κουπάνα") για το πλύσιμο ρούχων,
ακολουθούσε η προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, το μπρούντζινο γουδί (του σιδηρόχτ') ζύγιζε τέσσερα κιλά, το γουδοχέρι (του σιδηρουχέρ') ένα κιλό ,
το σιδέρωμα με κάρβουνο απ' τη σόμπα, εκείνη η κίνηση του σίδερου πέρα-δώθε στον αέρα,για να μη σβήσουν τα κάρβουνα,της "κατέβαζε" τον ώμο...
Τ' απογεματάκι κουβάλημα νερού απ' τη βρύση της γειτονιάς,
πότε-πότε αργαλειός (δεν την πρόλαβα σ'αυτή την ασχολία)
πλέξιμο,
βελονάκι,
βράδιασε πια, ξανά ανάβουμε την γκαζόλαμπα, άντε πάλι να ψιλοφάει βραδινό
η οικογένεια, να πλύνει τα πιάτα η μάνα, να γείρει να ξαποστάσει...
κι αύριο "έχει ο θεός", έλεγε...,
πέντε παιδιά ανάστησε,
μια φορά δεν την άκουσα να "μιρλιάζει", μωρέ!
Ελάτε τώρα να μου πείτε για τα "ωραία χρόνια", όσοι και προπάντων όσες τα νοσταλγείτε! Τι λέτε, να γυρίσουμε στα ωραία χρόνια;