Το Σάββατο της μητρός μου,το πρωί η πίτα στο φούρνο,για να τηρήσουμε την
πατροπαράδοτη συνήθεια όλου του χωριού, που κάθε Σάββατο μοσχομύριζε
πίτα απ' τη μια άκρη στην άλλη, σπανακόπιτα, τυρόπιτα, σπανακοτυρόπιτα, ό,τι βάλει ο νους σου, γαλατόπιτα γλυκιά, γαλατοτυρόπιτα, κολοκυθόπιτα, κρεμυδόπιτα, πίτα κολινδρινή, ρε παιδάκι μου, άμα δεν έφαγες πίτα κολινδρινή, δεν έχεις ιδέα από πίτα...και με το ζυμάρι που περίσσευε έφκιαχνε κλίκ' με γέμιση τυρί, τι στριφτόπιτα, μου λέτε τώρα, κλίκ' το λέμε!
Και τ' απόγεμα μας περιλάβαινε στο
λούσιμο κάτω απ΄τον υποτυπώδη νιπτήρα, τη φουσκίνα, όπως τη λέγαμε, έβαζε το κεφάλι μας κάτω απ' το νιπτήρα,
μας κρατούσε ανάμεσα στα πόδια της, για να μην της ξεφύγουμε, αφού το βδομαδιάτικο λούσιμο το θεωρούσαμε μαρτύριο, η
σαπουνάδα μέσα στα μάτια, τα κλάματα απ' το τσούξιμο των ματιών και η φωνή
της μάνας,
"σκάσι, μη σι 'στράψου παταριά"!Κάτσι, να σι πλύνου, βρουμουκουπάς απ' λιέρα, βασιλικός θα φυτρώσ' στου σβέρκου σ'!!!:))
Φυσικά η άρνηση "μη" παρέμενε ανενεργή, αφού η "παταριά" (η σφαλιάρα, στη γλώσσα των μη Κολινδρινών αναγνωστών) έπεφτε σύννεφο, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να ξεχωρίσεις το λόγο του κλάματος, η σαπουνάδα έφταιγε ή η παταριά; Η σωστή απάντηση είναι, "και τα δυο"!
Τι να κάνουμε, έπρεπε να υποστούμε το σαββατιάτικο μαρτύριο, αφού την Κυριακή οφείλαμε να είμαστε πεντακάθαροι στην εκκλησία!
Η ανταμοιβή μας ήταν η ωραία πίτα ή το γευστικότατο κλίκ', που είχε περισσέψει απ' το μεσημέρι...